Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσμενής η δυσμενής το δυσμενές
      γενική του δυσμενούς* της δυσμενούς του δυσμενούς
    αιτιατική τον δυσμενή τη δυσμενή το δυσμενές
     κλητική δυσμενή(ς) δυσμενής δυσμενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσμενείς οι δυσμενείς τα δυσμενή
      γενική των δυσμενών των δυσμενών των δυσμενών
    αιτιατική τους δυσμενείς τις δυσμενείς τα δυσμενή
     κλητική δυσμενείς δυσμενείς δυσμενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσμενής < αρχαία ελληνική δυσμενής

  Επίθετο επεξεργασία

δυσμενής, -ής, -ές

  1. (κατάσταση, πράγμα) που δεν ευνοεί την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου
     συνώνυμα: δυσχερής, ανεπιθύμητος, αρνητικός, απευκταίος, αντίξοος, επιβλαβής, επιζήμιος, δυσάρεστος, δύσκολος
     αντώνυμα: ευνοϊκός, επιθυμητός, ευκταίος
  2. (πρόσωπο) που διάκειται εχθρικά ή αρνητικά απέναντι σε κάποιον ή κάτι
     συνώνυμα: εχθρικός, αρνητικός, ενάντιος
     αντώνυμα: ευμενής, θετικός

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία