δυσμενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δυσμενής | η | δυσμενής | το | δυσμενές |
γενική | του | δυσμενούς* | της | δυσμενούς | του | δυσμενούς |
αιτιατική | τον | δυσμενή | τη | δυσμενή | το | δυσμενές |
κλητική | δυσμενή(ς) | δυσμενής | δυσμενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δυσμενείς | οι | δυσμενείς | τα | δυσμενή |
γενική | των | δυσμενών | των | δυσμενών | των | δυσμενών |
αιτιατική | τους | δυσμενείς | τις | δυσμενείς | τα | δυσμενή |
κλητική | δυσμενείς | δυσμενείς | δυσμενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυσμενής < αρχαία ελληνική δυσμενής
Επίθετο
επεξεργασίαδυσμενής, -ής, -ές
- (κατάσταση, πράγμα) που δεν ευνοεί την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου
- (πρόσωπο) που διάκειται εχθρικά ή αρνητικά απέναντι σε κάποιον ή κάτι
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσμενής