↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσχερής η δυσχερής το δυσχερές
      γενική του δυσχερούς* της δυσχερούς του δυσχερούς
    αιτιατική τον δυσχερή τη δυσχερή το δυσχερές
     κλητική δυσχερή(ς) δυσχερής δυσχερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσχερείς οι δυσχερείς τα δυσχερή
      γενική των δυσχερών των δυσχερών των δυσχερών
    αιτιατική τους δυσχερείς τις δυσχερείς τα δυσχερή
     κλητική δυσχερείς δυσχερείς δυσχερή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσχερής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσχερής, αβέβαιης ετυμολογίας

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσχερής

  • που εμφανίζει δυσκολίες και προβλήματα σε αρκετά μεγάλο βαθμό, δεν επιτυγχάνεται εύκολα
    ⮡  η θέση μου είναι δυσχερής, βρίσκομαι σε δυσχερή θέση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυσχερής τὸ δυσχερές
      γενική τοῦ/τῆς δυσχεροῦς τοῦ δυσχεροῦς
      δοτική τῷ/τῇ δυσχερεῖ τῷ δυσχερεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσχερ τὸ δυσχερές
     κλητική ! δυσχερές δυσχερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσχερεῖς τὰ δυσχερ
      γενική τῶν δυσχερῶν τῶν δυσχερῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσχερέσ(ν) τοῖς δυσχερέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσχερεῖς τὰ δυσχερ
     κλητική ! δυσχερεῖς δυσχερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσχερεῖ τὼ δυσχερεῖ
      γεν-δοτ τοῖν δυσχεροῖν τοῖν δυσχεροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσχερής < αβέβαιης ετυμολογίας. Αμφισβητούνται οι εκδοχές δυσ- + χείρ ή δυσ- + χαίρω[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσχερής

  1. αυτός που δύσκολα παίρνει κάποιος στα χέρια του ή δύσκολος στον χειρισμό, στον έλεγχο, στη διακυβέρνηση, δυσκολοκυβέρνητος, δυσοικονόμητος
  2. (για πράγματα) ενοχλητικός, εκνευριστικός, θλιβερός
  3. (για επιχειρήματα) αντικρουόμενος, αντιφατικός, παραπειστικός
  4. (για πρόσωπα) δύστροπος, εχθρικός, μισητός, ιδιότροπος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.