↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικρουόμενος η αντικρουόμενη το αντικρουόμενο
      γενική του αντικρουόμενου της αντικρουόμενης του αντικρουόμενου
    αιτιατική τον αντικρουόμενο την αντικρουόμενη το αντικρουόμενο
     κλητική αντικρουόμενε αντικρουόμενη αντικρουόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικρουόμενοι οι αντικρουόμενες τα αντικρουόμενα
      γενική των αντικρουόμενων των αντικρουόμενων των αντικρουόμενων
    αιτιατική τους αντικρουόμενους τις αντικρουόμενες τα αντικρουόμενα
     κλητική αντικρουόμενοι αντικρουόμενες αντικρουόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντικρουόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αντικρούω

αντικρουόμενος -η -ο


  Μεταφράσεις

επεξεργασία