Δείτε επίσης: ἀντικρούω

Ετυμολογία

επεξεργασία
αντικρούω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντικρούω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αντι- + κρούω

αντικρούω (παθητική φωνή: αντικρούομαι)

  1. αποκρούω, απωθώ
  2. αντιμετωπίζω, ανασκευάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία