Δείτε επίσης: εὐνοῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

ευνοώ

  1. δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση και προσοχή σε κάποιον· δείχνω εύνοια· είμαι ευνοϊκός απέναντι σε κάποιον
  2. διευκολύνω κάτι
      η παρατεταμένη ξηρασία ευνοεί την εξάπλωση των πυρκαγιών

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία