favour
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
favour | favours |
favour (en) (βρετανική γραφή) (ΗΒ) και favor (ΗΠΑ)
- χάρη (ενέργεια που θα ευχαριστήσει κάποιον)
- ⮡ Can you please do me a favour?
- Μπορείς σε παρακαλώ να μου κάνεις μια χάρη;
- ⮡ Can you please do me a favour?
- εύνοια
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | favour |
γ΄ ενικό ενεστώτα | favours |
αόριστος | favoured |
παθητική μετοχή | favoured |
ενεργητική μετοχή | favouring |
- ευνοώ
- ⮡ fortune favours the brave- η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς
Πηγές
επεξεργασία- favour (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- favour (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 345. ISBN 9780194325684., λήμμα: ευνοώ