Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
favour favours

favour (en) (βρετανική γραφή) (ΗΒ) και favor (ΗΠΑ)

  1. χάρη (ενέργεια που θα ευχαριστήσει κάποιον)
    ⮡  Can you please do me a favour?
    Μπορείς σε παρακαλώ να μου κάνεις μια χάρη;
  2. εύνοια
    ⮡  The pupil won the favour of his teachers.
    O μαθητής κέρδισε την εύνοια των δασκάλων του.
     συνώνυμα: grace

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας favour
γ΄ ενικό ενεστώτα favours
αόριστος favoured
παθητική μετοχή favoured
ενεργητική μετοχή favouring

favour (en) και favor (ΗΠΑ)

  • ευνοώ
    ⮡  fortune favours the brave- η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς