favoured
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | favoured |
συγκριτικός | more favoured |
υπερθετικός | most favoured |
favoured (en)
- (ΗΒ) αγαπημένος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαfavoured (en)
παραθετικά | |
θετικός | favoured |
συγκριτικός | more favoured |
υπερθετικός | most favoured |
favoured (en)
favoured (en)