απευκταίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απευκταίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπευκταῖος[1] < ἀπ- (ἀπό) + εὐκταῖος. Συγχρονικά αναλύεται σε απ- + ευκταίος. Δείτε απεύχομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.pefˈkte.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : απ‐ευ‐κταί‐ος
Επίθετο
επεξεργασίααπευκταίος, -α, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απευκταίος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ απευκταίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας