Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

απευκταίοι

  1. απευκταίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. απευκταίος, στην κλητική του πληθυντικού