Δείτε επίσης: ἀπεύχομαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απεύχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπεύχομαι[1] < (ἀπό) ἀπ- + εὔχομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε απ- + εύχομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpef.xo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πεύ‐χο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

απεύχομαι (αποθετικό ρήμα), , πρτ.: απευχόμουν, αόρ.: απευχήθηκα (αποθετικό ρήμα) συνήθως στο ενεστωτικό θέμα

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία