↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμμαχικός η συμμαχική το συμμαχικό
      γενική του συμμαχικού της συμμαχικής του συμμαχικού
    αιτιατική τον συμμαχικό τη συμμαχική το συμμαχικό
     κλητική συμμαχικέ συμμαχική συμμαχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμμαχικοί οι συμμαχικές τα συμμαχικά
      γενική των συμμαχικών των συμμαχικών των συμμαχικών
    αιτιατική τους συμμαχικούς τις συμμαχικές τα συμμαχικά
     κλητική συμμαχικοί συμμαχικές συμμαχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμμαχικός < αρχαία ελληνική συμμαχικός < σύμμαχο < σύν + μάχη

  Επίθετο

επεξεργασία

συμμαχικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με συμμάχους, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτούς ή αποτελείται από συμμάχους
  2. που έχει σχέση με συμμαχία ή αναφέρεται σ’ αυτή
  3. που διεξάγεται από συμμάχους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία