Δείτε επίσης: ἀγκιστρωτός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγκιστρωτός η αγκιστρωτή το αγκιστρωτό
      γενική του αγκιστρωτού της αγκιστρωτής του αγκιστρωτού
    αιτιατική τον αγκιστρωτό την αγκιστρωτή το αγκιστρωτό
     κλητική αγκιστρωτέ αγκιστρωτή αγκιστρωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγκιστρωτοί οι αγκιστρωτές τα αγκιστρωτά
      γενική των αγκιστρωτών των αγκιστρωτών των αγκιστρωτών
    αιτιατική τους αγκιστρωτούς τις αγκιστρωτές τα αγκιστρωτά
     κλητική αγκιστρωτοί αγκιστρωτές αγκιστρωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγκιστρωτός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγκιστρωτός[1] < → δείτε τη λέξη ἄγκιστρον (άγκιστρο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.stɾoˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκι‐στρω‐τός

  Επίθετο

επεξεργασία

αγκιστρωτός, -ή, -ό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία