Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
échelon
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
échelon
<
échelle
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
échelon
échelons
échelon
(fr)
αρσενικό
το
σκαλοπάτι
μιας ξύλινης (ή μεταλλικής)
σκάλας
, το
σκαλί
≈
συνώνυμα
:
barreau
,
degré
,
marche
,
enfléchure
το
κλιμάκιο
(
σε μια
ιεραρχία
)
≈
συνώνυμα
:
marchepied
,
niveau
,
palier
,
tremplin