Ετυμολογία

επεξεργασία
échelon < échelle

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
échelon échelons

échelon (fr) αρσενικό

  1. το σκαλοπάτι μιας ξύλινης (ή μεταλλικής) σκάλας, το σκαλί
     συνώνυμα: barreau, degré, marche, enfléchure
  2. το κλιμάκιο (σε μια ιεραρχία)
     συνώνυμα: marchepied, niveau, palier, tremplin