σκαλοπάτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκαλοπάτι | τα | σκαλοπάτια |
γενική | του | σκαλοπατιού | των | σκαλοπατιών |
αιτιατική | το | σκαλοπάτι | τα | σκαλοπάτια |
κλητική | σκαλοπάτι | σκαλοπάτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκαλοπάτι ουδέτερο
- η καθεμιά από τις οριζόντιες δοκούς ή επίπεδα τμήματα μιας σκάλας, εκεί όπου πατάει κάποιος το πόδι του για να την ανεβεί
- (μουσική) βαθμίδα μιας ανιούσας ή κατιούσας κλίμακας ή ιεραρχίας
- (γεωπονία) καλλιεργήσιμη αναβαθμίδα σε λόφο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκαλοπάτι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκαλοπάτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας