αναβαθμίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααναβαθμίδα θηλυκό
- σκαλοπάτι γεωργικής λοφόσκαλας
- κάθε μία οριζόντια διαμόρφωση πλαγιάς βουνού, ή λόφου, κατάλληλη έτσι για καλλιέργεια, ιδιαίτερα διαδεδομένη στη νησιωτική Ελλάδα
- κατώφλι κβαντισμένης μετάβασης
Συνώνυμα
επεξεργασία- σκαλοπάτι
- χαλί (ναξιακή διάλεκτο)
- πεζούλα (κρητική και ναξιακή διάλεκτο)
- ζαγάδα (Ορεινή Ναυπακτία)
- λοφοβαθμίδα
- βουνοβαθμίδα