ενικός         πληθυντικός  
stair stairs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stair (en)

  1. (μόνο στον πληθυντικό) η σκάλα
    → δείτε τη λέξη stairs
  2. (μετρήσιμο) το σκαλί, το σκαλοπάτι
    ⮡  On the last stair, he tripped and fell.
    Στο τελευταίο σκαλί σκόνταψε κι έπεσε.
    ⮡  He went down the stairs two by two/two at a time.
    Kατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά.
    ⮡  one staircase with twenty stairs - μια σκάλα με είκοσι σκαλιά
  3. (λογοτεχνικό στον ενικό) η σκάλα