stair
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stair | stairs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαstair (en)
- (μόνο στον πληθυντικό) η σκάλα
- → δείτε τη λέξη stairs
- (μετρήσιμο) το σκαλί, το σκαλοπάτι
- ⮡ On the last stair, he tripped and fell.
- Στο τελευταίο σκαλί σκόνταψε κι έπεσε.
- ⮡ He went down the stairs two by two/two at a time.
- Kατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά.
- ⮡ one staircase with twenty stairs - μια σκάλα με είκοσι σκαλιά
- ⮡ On the last stair, he tripped and fell.
- (λογοτεχνικό στον ενικό) η σκάλα