Ουσιαστικό

επεξεργασία

stairs (en) (μόνο στον πληθυντικό)

  • η σκάλα
    ⮡  marble stairs - μαρμάρινη σκάλα
    ⮡  winding stairs - κυκλική σκάλα
    ⮡  I go up/go down the stairs running.
    Ανεβαίνω/κατεβαίνω τη σκάλα τρέχοντας.
     συνώνυμα:  staircase, stairway και steps

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

stairs (en)