Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
staircase staircases

  Ετυμολογία επεξεργασία

staircase < stair + case

  Ουσιαστικό επεξεργασία

staircase (en)

  • η σκάλα, το κλιμακοστάσιο
    marble staircase - μαρμάρινη σκάλα
    winding staircase - κυκλική σκάλα
    I go up/go down the staircase running.
    Ανεβαίνω/κατεβαίνω τη σκάλα τρέχοντας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stairs

  Πηγές επεξεργασία