stopień
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstopień (pl) αρσενικό
- ο βαθμός
- σε βαθμολόγηση
- jakie stopnie ma mój syn z matematyki? - τι βαθμούς έχει ο γιός μου στα μαθηματικά;
- σε αξίωμα
- mój ojciec ma stopień pułkownika - ο πατέρας μου έχει το βαθμό του συνταγματάρχη
- σε συγγένεια
- matka i córka są spokrewnione w pierwszym stopniu - η μητέρα και η κόρη είναι συγγενείς (εξ αίματος) πρώτου βαθμού
- στη θερμοκρασία
- rtęć wrze przy 356 stopniach - ο υδράργυρος βράζει στους 356 βαθμούς
- (γραμματική) παραθετικού
- stopień równy/wyższy/najwyższy - θετικός/συγκριτικός/υπερθετικός βαθμός
- σε βαθμολόγηση
- η μοίρα (γωνίας) (°)
- szerokość i długość geograficzna są mierzone w stopniach, minutach i sekundach - το γεωγραφικό πλάτος και μήκος μετριούνται σε μοίρες, λεπτά και δευτερόλεπτα
- το σκαλί
- ile stopni mają te schody? - πόσα σκαλιά έχουν αυτές οι σκάλες;
- η βαθμίδα, το βήμα