κλῖμαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κλῑμᾰκ- | |||||
ονομαστική | ἡ | κλῖμαξ | αἱ | κλίμακες | |
γενική | τῆς | κλίμακος | τῶν | κλιμάκων | |
δοτική | τῇ | κλίμακῐ | ταῖς | κλίμαξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | κλίμακᾰ | τὰς | κλίμακᾰς | |
κλητική ὦ! | κλῖμαξ | κλίμακες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλίμακε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κλιμάκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλῖμαξ < → λείπει η ετυμολογία + -αξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλῖμαξ θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κλῖμαξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλῖμαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.