Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλιμακοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κλιμακοφόρ
ος
η
κλιμακοφόρ
α
το
κλιμακοφόρ
ο
γενική
του
κλιμακοφόρ
ου
της
κλιμακοφόρ
ας
του
κλιμακοφόρ
ου
αιτιατική
τον
κλιμακοφόρ
ο
την
κλιμακοφόρ
α
το
κλιμακοφόρ
ο
κλητική
κλιμακοφόρ
ε
κλιμακοφόρ
α
κλιμακοφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κλιμακοφόρ
οι
οι
κλιμακοφόρ
ες
τα
κλιμακοφόρ
α
γενική
των
κλιμακοφόρ
ων
των
κλιμακοφόρ
ων
των
κλιμακοφόρ
ων
αιτιατική
τους
κλιμακοφόρ
ους
τις
κλιμακοφόρ
ες
τα
κλιμακοφόρ
α
κλητική
κλιμακοφόρ
οι
κλιμακοφόρ
ες
κλιμακοφόρ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κλιμακοφόρος
<
κλίμακ(α)
+
-ο-
+
-φόρος
(<
φέρω
)
Επίθετο
επεξεργασία
κλιμακοφόρος, -ος ή -α, -ο
αυτός που φέρει
κλίμακα
(
σκάλα
)
κλιμακοφόρο
όχημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλιμακοφόρος