Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλιμακοφόρος η κλιμακοφόρα το κλιμακοφόρο
      γενική του κλιμακοφόρου της κλιμακοφόρας του κλιμακοφόρου
    αιτιατική τον κλιμακοφόρο την κλιμακοφόρα το κλιμακοφόρο
     κλητική κλιμακοφόρε κλιμακοφόρα κλιμακοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλιμακοφόροι οι κλιμακοφόρες τα κλιμακοφόρα
      γενική των κλιμακοφόρων των κλιμακοφόρων των κλιμακοφόρων
    αιτιατική τους κλιμακοφόρους τις κλιμακοφόρες τα κλιμακοφόρα
     κλητική κλιμακοφόροι κλιμακοφόρες κλιμακοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλιμακοφόρος < κλίμακ(α) + -ο- + -φόρος (< φέρω)

  Επίθετο επεξεργασία

κλιμακοφόρος, -ος ή -α, -ο

  1. αυτός που φέρει κλίμακα (σκάλα)
    κλιμακοφόρο όχημα

  Μεταφράσεις επεξεργασία