κλιμακοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
κλιμακοφόρος, -ος ή -α, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλιμακοφόρος
|
κλιμακοφόρος, -ος ή -α, -ο
|