πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλιμακοειδής η κλιμακοειδής το κλιμακοειδές
      γενική του κλιμακοειδούς* της κλιμακοειδούς του κλιμακοειδούς
    αιτιατική τον κλιμακοειδή την κλιμακοειδή το κλιμακοειδές
     κλητική κλιμακοειδή(ς) κλιμακοειδής κλιμακοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλιμακοειδείς οι κλιμακοειδείς τα κλιμακοειδή
      γενική των κλιμακοειδών των κλιμακοειδών των κλιμακοειδών
    αιτιατική τους κλιμακοειδείς τις κλιμακοειδείς τα κλιμακοειδή
     κλητική κλιμακοειδείς κλιμακοειδείς κλιμακοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

κλιμακοειδής

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία