κλιμακοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κλιμακοειδής | η | κλιμακοειδής | το | κλιμακοειδές |
γενική | του | κλιμακοειδούς* | της | κλιμακοειδούς | του | κλιμακοειδούς |
αιτιατική | τον | κλιμακοειδή | την | κλιμακοειδή | το | κλιμακοειδές |
κλητική | κλιμακοειδή(ς) | κλιμακοειδής | κλιμακοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κλιμακοειδείς | οι | κλιμακοειδείς | τα | κλιμακοειδή |
γενική | των | κλιμακοειδών | των | κλιμακοειδών | των | κλιμακοειδών |
αιτιατική | τους | κλιμακοειδείς | τις | κλιμακοειδείς | τα | κλιμακοειδή |
κλητική | κλιμακοειδείς | κλιμακοειδείς | κλιμακοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κλιμακοειδής < ελληνιστική κοινή κλιμακοειδής < αρχαία ελληνική κλῖμαξ ( < κλίνω) + εἶδος
Επίθετο
επεξεργασίακλιμακοειδής
- (λόγιο) άλλη μορφή του κλιμακωτός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κλιμακοειδής
|