Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλιμακοστάσιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κλιμακοστάσι
ο
τα
κλιμακοστάσι
α
γενική
του
κλιμακοστασί
ου
&
κλιμακοστάσι
ου
των
κλιμακοστασί
ων
αιτιατική
το
κλιμακοστάσι
ο
τα
κλιμακοστάσι
α
κλητική
κλιμακοστάσι
ο
κλιμακοστάσι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κλιμακοστάσιο
<
κλίμακα
+
-στάσιο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
kli.ma.koˈsta.si.o
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κλιμακοστάσιο
ουδέτερο
τμήμα μιας
οικοδομής
στο οποίο υπάρχουν οι
σκάλες
που συνδέουν τους
ορόφους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλιμακοστάσιο
αγγλικά
:
staircase
(en)
,
stairway
(en)
γαλλικά
:
cage
(fr)
d'
escalier
(fr)