Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cage cages

cage (en)

  • το κλουβί
    ⮡  One of the tigers in the zoo broke loose from its cage.
    Μία από τις τίγρεις του ζωολογικού κήπου το 'σκασε από το κλουβί της.
ενεστώτας cage
γ΄ ενικό ενεστώτα cages
αόριστος caged
παθητική μετοχή caged
ενεργητική μετοχή caging

cage (en)

  • φυλακίζω, βάζω σε κλουβί
    ⮡  Why cage (up) the poor little birds!
    Γιατί να φυλακίζουν τα καημένα τα πουλάκια μέσα στα κλουβιά!
    ⮡  I feel caged up in here.
    Νιώθω φυλακισμένος εδώ μέσα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη coop up



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cage (fr) θηλυκό