ενεστώτας coop up
γ΄ ενικό ενεστώτα coops up
αόριστος cooped up
παθητική μετοχή cooped up
ενεργητική μετοχή cooping up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
coop up < → δείτε τις λέξεις coop και up

coop up (en)

  • (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) στριμώχνω, φυλακίζω, μαντρώνω, κρατώ ένα άτομο ή ένα ζώο μέσα σε ένα κτίριο ή σε ένα μικρό χώρο
    ⮡  I feel cooped up in this tiny room.
    Νιώθω στριμωγμένος σ' αυτό το δωματιάκι.
    ⮡  I feel cooped up in here.
    Νιώθω φυλακισμένος εδώ μέσα.
    ⮡  He cooped up his wife at home./He cooped his wife up at home.
    Έχει μαντρώσει τη γυναίκα του στο σπίτι.
     συνώνυμα:  cage