coop up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | coop up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coops up |
αόριστος | cooped up |
παθητική μετοχή | cooped up |
ενεργητική μετοχή | cooping up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcoop up (en)
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) στριμώχνω, φυλακίζω, μαντρώνω, κρατώ ένα άτομο ή ένα ζώο μέσα σε ένα κτίριο ή σε ένα μικρό χώρο