Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαντρώνω < μάντρα + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

μαντρώνω

  1. περιορίζω ζώα στο μαντρί, αν και ειδικά για την κτηνοτροφία πιο σύνηθες είναι το μαντρίζω
  2. περιορίζω ανθρώπους στο σπίτι (ανηλίκους ή και ενηλίκους)
    Ήταν χαρτόμουτρο, αλλά τώρα τον μάντρωσε για τα καλά η γυναίκα του

Συγγενικά επεξεργασία


Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία