μαντρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμαντρώνω
- περιορίζω ζώα στο μαντρί, αν και ειδικά για την κτηνοτροφία πιο σύνηθες είναι το μαντρίζω
- περιορίζω ανθρώπους στο σπίτι (ανηλίκους ή και ενηλίκους)
- Ήταν χαρτόμουτρο, αλλά τώρα τον μάντρωσε για τα καλά η γυναίκα του
Συγγενικά
επεξεργασία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαντρώνω | μάντρωνα | θα μαντρώνω | να μαντρώνω | μαντρώνοντας | |
β' ενικ. | μαντρώνεις | μάντρωνες | θα μαντρώνεις | να μαντρώνεις | μάντρωνε | |
γ' ενικ. | μαντρώνει | μάντρωνε | θα μαντρώνει | να μαντρώνει | ||
α' πληθ. | μαντρώνουμε | μαντρώναμε | θα μαντρώνουμε | να μαντρώνουμε | ||
β' πληθ. | μαντρώνετε | μαντρώνατε | θα μαντρώνετε | να μαντρώνετε | μαντρώνετε | |
γ' πληθ. | μαντρώνουν(ε) | μάντρωναν μαντρώναν(ε) |
θα μαντρώνουν(ε) | να μαντρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μάντρωσα | θα μαντρώσω | να μαντρώσω | μαντρώσει | ||
β' ενικ. | μάντρωσες | θα μαντρώσεις | να μαντρώσεις | μάντρωσε | ||
γ' ενικ. | μάντρωσε | θα μαντρώσει | να μαντρώσει | |||
α' πληθ. | μαντρώσαμε | θα μαντρώσουμε | να μαντρώσουμε | |||
β' πληθ. | μαντρώσατε | θα μαντρώσετε | να μαντρώσετε | μαντρώστε | ||
γ' πληθ. | μάντρωσαν μαντρώσαν(ε) |
θα μαντρώσουν(ε) | να μαντρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαντρώσει | είχα μαντρώσει | θα έχω μαντρώσει | να έχω μαντρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαντρώσει | είχες μαντρώσει | θα έχεις μαντρώσει | να έχεις μαντρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει μαντρώσει | είχε μαντρώσει | θα έχει μαντρώσει | να έχει μαντρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαντρώσει | είχαμε μαντρώσει | θα έχουμε μαντρώσει | να έχουμε μαντρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαντρώσει | είχατε μαντρώσει | θα έχετε μαντρώσει | να έχετε μαντρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαντρώσει | είχαν μαντρώσει | θα έχουν μαντρώσει | να έχουν μαντρώσει |
|