Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαντράχαλος οι μαντράχαλοι
      γενική του μαντράχαλου των μαντράχαλων
    αιτιατική τον μαντράχαλο τους μαντράχαλους
     κλητική μαντράχαλε μαντράχαλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαντράχαλος < πιθανόν από το μαντρί και χαλί, επειδή στα μαντριά είχαν ένα υψηλό ξύλο σε σχήμα διχάλας όπου κρεμούσαν διάφορα αντικείμενα)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /manˈdɾa.xa.los/ και σε γρήγορο λόγο /maˈdɾa.xa.los/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαντράχαλος αρσενικό και μαντραχαλάς

  • μεγαλόσωμος νέος, κρεμανταλάς, συνήθως για άχαρους και αδέξιους εφήβους ή νεαρούς
    Μα φοβάσαι τις κατσαρίδες κοτζάμ μαντράχαλος;

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία