μαντραχαλάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαντραχαλάς < μαντράχαλ(ος) + -άς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /man.dɾa.xaˈlas/ και σε γρήγορο λόγο /ma.dɾa.xaˈlas/
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαντραχαλάς αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαντραχαλάς
→ δείτε τη λέξη μαντράχαλος |