μαντρί
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαντρί | τα | μαντριά |
γενική | του | μαντριού | των | μαντριών |
αιτιατική | το | μαντρί | τα | μαντριά |
κλητική | μαντρί | μαντριά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μαντρί < μάντρα < αρχαία ελληνική μάνδρα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μαντρί ουδέτερο (πληθυντικός μαντριά)
- εγκατάσταση για την παραμονή ενός κοπαδιού αιγοπροβάτων και τις τυροκομικές εργασίες