Ετυμολογία

επεξεργασία
bergerie < berger

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɛʁ.ʒə.ʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bergerie bergeries

bergerie (fr) θηλυκό