στάνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στάνη | οι | στάνες |
γενική | της | στάνης | των | (στανών) |
αιτιατική | τη | στάνη | τις | στάνες |
κλητική | στάνη | στάνες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στάνη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή *στάνη[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsta.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στά‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστάνη θηλυκό
- περιφραγμένος χώρος που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη των κοπαδιών, κυρίως αιγοπροβάτων, το βράδυ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στάνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας