Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στάνη οι στάνες
      γενική της στάνης των στανών
    αιτιατική τη στάνη τις στάνες
     κλητική στάνη στάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στάνη < μεσαιωνική ελληνική στάνη < σλαβικής προέλευσης стан < πρωτοσλαβική *stanъ (κατάλυμα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steh₂- (ἵστημι) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

στάνη θηλυκό

  • περιφραγμένος χώρος που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη των κοπαδιών, κυρίως αιγοπροβάτων, το βράδυ

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία