Ουσιαστικό

επεξεργασία

stable (en)

  1. ο στάβλος
  2. (στις ιπποδρομίες) τα άλογα που ανήκουν σε έναν συγκεκριμένο ιδιοκτήτη

stable (en)

  1. σταθερός, ευσταθής, μη υποκείμενος σε αλλαγές



Ετυμολογία

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
stable stables

stable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία