stable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
stable (en)
- ο στάβλος
- (στις ιπποδρομίες) τα άλογα που ανήκουν σε έναν συγκεκριμένο ιδιοκτήτη
Ρήμα επεξεργασία
stable (en)
Επίθετο επεξεργασία
stable (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
stable | stables |
stable (fr) αρσενικό ή θηλυκό