πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευσταθής η ευσταθής το ευσταθές
      γενική του ευσταθούς* της ευσταθούς του ευσταθούς
    αιτιατική τον ευσταθή την ευσταθή το ευσταθές
     κλητική ευσταθή(ς) ευσταθής ευσταθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευσταθείς οι ευσταθείς τα ευσταθή
      γενική των ευσταθών των ευσταθών των ευσταθών
    αιτιατική τους ευσταθείς τις ευσταθείς τα ευσταθή
     κλητική ευσταθείς ευσταθείς ευσταθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία