ευσταθής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευσταθής | η | ευσταθής | το | ευσταθές |
γενική | του | ευσταθούς* | της | ευσταθούς | του | ευσταθούς |
αιτιατική | τον | ευσταθή | την | ευσταθή | το | ευσταθές |
κλητική | ευσταθή(ς) | ευσταθής | ευσταθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευσταθείς | οι | ευσταθείς | τα | ευσταθή |
γενική | των | ευσταθών | των | ευσταθών | των | ευσταθών |
αιτιατική | τους | ευσταθείς | τις | ευσταθείς | τα | ευσταθή |
κλητική | ευσταθείς | ευσταθείς | ευσταθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευσταθής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαευσταθής
- σταθερός, που δεν χάνει εύκολα την ισορροπία του
- (μεταφορικά) σωστός,ορθός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευσταθής
|