Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταβλίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

σταβλίζω

  1. τοποθετώ ζώα σε στάβλο
  2. συντηρώ, εκτρέφω ζώα σε στάβλο

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία