σταβλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταβλίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίασταβλίζω
Παράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σταβλίζω | στάβλιζα | θα σταβλίζω | να σταβλίζω | σταβλίζοντας | |
β' ενικ. | σταβλίζεις | στάβλιζες | θα σταβλίζεις | να σταβλίζεις | στάβλιζε | |
γ' ενικ. | σταβλίζει | στάβλιζε | θα σταβλίζει | να σταβλίζει | ||
α' πληθ. | σταβλίζουμε | σταβλίζαμε | θα σταβλίζουμε | να σταβλίζουμε | ||
β' πληθ. | σταβλίζετε | σταβλίζατε | θα σταβλίζετε | να σταβλίζετε | σταβλίζετε | |
γ' πληθ. | σταβλίζουν(ε) | στάβλιζαν σταβλίζαν(ε) |
θα σταβλίζουν(ε) | να σταβλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στάβλισα | θα σταβλίσω | να σταβλίσω | σταβλίσει | ||
β' ενικ. | στάβλισες | θα σταβλίσεις | να σταβλίσεις | στάβλισε | ||
γ' ενικ. | στάβλισε | θα σταβλίσει | να σταβλίσει | |||
α' πληθ. | σταβλίσαμε | θα σταβλίσουμε | να σταβλίσουμε | |||
β' πληθ. | σταβλίσατε | θα σταβλίσετε | να σταβλίσετε | σταβλίστε | ||
γ' πληθ. | στάβλισαν σταβλίσαν(ε) |
θα σταβλίσουν(ε) | να σταβλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σταβλίσει | είχα σταβλίσει | θα έχω σταβλίσει | να έχω σταβλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σταβλίσει | είχες σταβλίσει | θα έχεις σταβλίσει | να έχεις σταβλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σταβλίσει | είχε σταβλίσει | θα έχει σταβλίσει | να έχει σταβλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σταβλίσει | είχαμε σταβλίσει | θα έχουμε σταβλίσει | να έχουμε σταβλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σταβλίσει | είχατε σταβλίσει | θα έχετε σταβλίσει | να έχετε σταβλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σταβλίσει | είχαν σταβλίσει | θα έχουν σταβλίσει | να έχουν σταβλίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταβλίζω
|