σταβλισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταβλισμένος < σταβλίζω
Μετοχή επεξεργασία
σταβλισμένος
- (για ζώα) που βρίσκεται και μεγαλώνει, που εκτρέφεται, σε εσωτερικό χώρο, όχι ελευθέρας βοσκής
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταβλισμένος
|