εκτρέφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
εκτρέφω (παθητική φωνή: εκτρέφομαι)
- τρέφω κατ'επάγγελμα κάποιο είδος ζώου για εκμετάλλευση
- (μεταφορικά) καλλιεργώ, συντηρώ
εκτρέφω (παθητική φωνή: εκτρέφομαι)