Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκτρέφω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκτρέφω
<
εκ
+
τρέφω
Ρήμα
επεξεργασία
εκτρέφω
(
παθητική φωνή
:
εκτρέφομαι
)
τρέφω κατ'επάγγελμα κάποιο είδος ζώου για εκμετάλλευση
(
μεταφορικά
) καλλιεργώ, συντηρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκτρέφω
αγγλικά
:
raise
(en)
γαλλικά
:
élever
(fr)
γερμανικά
:
aufziehen
(de)