μαντρόσκυλο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μαντρόσκυλο ουδέτερο
- ο σκύλος που τρόπον τινά ειδικεύεται ως βοηθός του κτηνοτρόφου για να μαζεύει τα ζώα αλλά και να τα προστατεύει από τους λύκους
- άγριο σκυλί ή μεγαλόσωμο
- χαρακτηρισμός ανδρών που προστατεύουν ως σωματοφύλακες ή με άλλη ιδιότητα όσους πλούσιους έχουν λόγους να φυλάγονται ή γενικά λειτουργούν ως αποτρεπτικές παρουσίες για όσους χρήζουν προστασίας
- Ο αδελφός μου είναι μαντρόσκυλο, μην τυχόν και με απατήσεις γιατί θα έχεις να κάνεις μαζί του