↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαντρόσκυλο τα μαντρόσκυλα
      γενική του μαντρόσκυλου των μαντρόσκυλων
    αιτιατική το μαντρόσκυλο τα μαντρόσκυλα
     κλητική μαντρόσκυλο μαντρόσκυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
πρόβατα και μαντρόσκυλο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαντρόσκυλο < μαντρ(ί) + -ό- + σκυλ(ί) + -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαντρόσκυλο ουδέτερο

  1. μεγαλόσωμος σκύλος που προστατεύει τα ζώα των κτηνοτρόφων
     συνώνυμα: τσοπανόσκυλο
  2. (μειωτικό) μεγαλόσωμο σκυλί το οποίο δεν είναι κάποιας ράτσας
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) χαρακτηρισμός ανθρώπων που υποστηρίζουν ή προστατεύουν τα συμφέροντα άλλων, συνήθως πλούσιων και ισχυρών ατόμων ή πολιτικών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία