μάντρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάντρα | οι | μάντρες |
γενική | της | μάντρας | των | μαντρών |
αιτιατική | τη | μάντρα | τις | μάντρες |
κλητική | μάντρα | μάντρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- μάντρα < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική μάνδρα που προφερόταν με [nd][1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈman.dɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μά‐ντρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάντρα θηλυκό
- οικόπεδο, συνήθως περιφραγμένο, που χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση και την πώληση οικοδομικών υλικών, αυτοκινήτων κλπ
- (συνεκδοχικά) ο τοίχος που περιβάλλει το οικόπεδο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- μάντρα < (λόγιο δάνειο) αγγλική mantra(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < σανσκριτική मन्त्र (māntra)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμάντρα ουδέτερο άκλιτο (και πληθυντικός μάντρας κατά το αγγλικό mantras)
- (ινδουισμός) συλλαβές που επαναλαμβάνουν οι διαλογιζόμενοι ως μορφή επίκλησης
Μεταφράσεις
επεξεργασία (στον ινδουισμό)
|
- ↑ μάντρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας