Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιμαντρώνω < περι- + μαντρώνω

  Ρήμα επεξεργασία

περιμαντρώνω (παθητική φωνή: περιμαντρώνομαι)

  1. (κυριολεκτικά) μαντρώνω τριγύρω, κλείνω κάποιον χώρο φτιάχνοντας μάντρα
  2. (μεταφορικά) περιορίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία