οικόπεδο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | οικόπεδο | τα | οικόπεδα |
γενική | του | οικοπέδου | των | οικοπέδων |
αιτιατική | το | οικόπεδο | τα | οικόπεδα |
κλητική | οικόπεδο | οικόπεδα | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈkɔ.pɛ.ðɔ/
- συλλαβισμός : οι‐κό‐πε‐δο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οικόπεδο ουδέτερο
- τμήμα γης στο οποίο έχει ή προορίζεται να ανεγερθεί ένα κτίριο
- (μεταφορικά) χώρος ευθύνης ή πεδίο όπου κάποιος έχει ειδίκευση
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οικόπεδο
Επεξεργασία
- ↑ «οικόπεδο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.