οικοπεδοφάγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οικοπεδοφάγος < οικόπεδ(ο) + -ο- + -φάγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
οικοπεδοφάγος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οικοπεδοφάγος
οικοπεδοφάγος αρσενικό ή θηλυκό