οικοπεδοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οικοπεδοποίηση | οι | οικοπεδοποιήσεις |
γενική | της | οικοπεδοποίησης* | των | οικοπεδοποιήσεων |
αιτιατική | την | οικοπεδοποίηση | τις | οικοπεδοποιήσεις |
κλητική | οικοπεδοποίηση | οικοπεδοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οικοπεδοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οικοπεδοποίηση < οικόπεδ(ο) + -ο- + -ποίηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
οικοπεδοποίηση θηλυκό
- η μετατροπή μεγάλων εκτάσεων γης σε οικόπεδα προς πώληση
- η συνήθως με παράνομα μέσα αξιοποίηση της γης, με τον τεμαχισμό μεγάλων εκτάσεων (συχνά δασικών) και εν συνεχεία η διάθεσή τους στην αγορά ακινήτων
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη οικόπεδο
Μεταφράσεις επεξεργασία
οικοπεδοποίηση
|