Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικοπεδοποίηση οι οικοπεδοποιήσεις
      γενική της οικοπεδοποίησης* των οικοπεδοποιήσεων
    αιτιατική την οικοπεδοποίηση τις οικοπεδοποιήσεις
     κλητική οικοπεδοποίηση οικοπεδοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οικοπεδοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικοπεδοποίηση < οικόπεδ(ο) + -ο- + -ποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οικοπεδοποίηση θηλυκό

  1. η μετατροπή μεγάλων εκτάσεων γης σε οικόπεδα προς πώληση
  2. η συνήθως με παράνομα μέσα αξιοποίηση της γης, με τον τεμαχισμό μεγάλων εκτάσεων (συχνά δασικών) και εν συνεχεία η διάθεσή τους στην αγορά ακινήτων

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη οικόπεδο

  Μεταφράσεις επεξεργασία