εν συνεχεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εν συνεχεία < (καθαρεύουσα ) ἐν συνεχείᾳ (δοτική ενικού του συνέχεια) → δείτε τις λέξεις εν και συνέχεια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση επεξεργασία
εν συνεχεία
- (λόγιο) σε συνέχεια, αμέσως μετά, έπειτα, κατόπιν, ακολούθως
- ↪ Εν συνεχεία της τηλεφωνικής μας επικοινωνίας σας αποστέλλω τα νέα στοιχεία.