Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικοπεδοποιώ < οικόπεδο + -ο- + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

οικοπεδοποιώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία