αξιοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αξιοποίηση | οι | αξιοποιήσεις |
γενική | της | αξιοποίησης* | των | αξιοποιήσεων |
αιτιατική | την | αξιοποίηση | τις | αξιοποιήσεις |
κλητική | αξιοποίηση | αξιοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αξιοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αξιοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααξιοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αξιοποιώ
- η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που μου παρέχει κάτι, έτσι ώστε να φτάσει στο υψηλότερο σημείο της απόδοσής του