Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαντρότοιχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μαντρότοιχ
ος
οι
μαντρότοιχ
οι
γενική
του
μαντρότοιχ
ου
των
μαντρότοιχ
ων
αιτιατική
τον
μαντρότοιχ
ο
τους
μαντρότοιχ
ους
κλητική
μαντρότοιχ
ε
μαντρότοιχ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαντρότοιχος
<
μάντρα
+
τοίχος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μαντρότοιχος
αρσενικό
ψηλός
πέτρινος
φράχτης
, ψηλός
τοίχος
που περιφράσσει ένα
οικόπεδο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαντρότοιχος
αγγλικά
:
stone fence
(en)