Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
yard yards

yard (en)

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
yard yards

yard (en)

  1. (μονάδα μέτρησης μήκους) η γιάρδα
    παράδειγμα  He cannot run 100 yards, much less a mile.
    Δεν μπορεί να τρέξει εκατό γιάρδες, πόσο μάλλον ένα μίλι.
  2. (ναυτικός όρος) κεραία, αντένα ενός ιστιοφόρου