Δείτε επίσης: λιάρδα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γιάρδα οι γιάρδες
      γενική της γιάρδας των γιαρδών
    αιτιατική τη γιάρδα τις γιάρδες
     κλητική γιάρδα γιάρδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
γιάρδα < (άμεσο δάνειο) αγγλική yard μέσω της ιταλικής iarda ή της τουρκικής yarda [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γιάρδα θηλυκό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γιάρδα θηλυκό

  1. (ναυτική αργκό) το ναυπηγείο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
      Ανάμεσα στους Έλληνες εφοπλιστές που «χτίζουν» πλοία τους στις κινεζικές γιάρδες βρίσκονται οι... (Η Καθημερινή, 9 Σεπτεμβρίου 2009)
  2. (ελληνοαμερικανικά) η αυλή (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
      Πωλείται σπίτι με μεγάλη πίσω γιάρδα.

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία