Δείτε επίσης: λιάρδα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γιάρδα οι γιάρδες
      γενική της γιάρδας των γιαρδών
    αιτιατική τη γιάρδα τις γιάρδες
     κλητική γιάρδα γιάρδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιάρδα < (άμεσο δάνειο) αγγλική yard μέσω της ιταλικής iarda ή της τουρκικής yarda [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈʝaɾ.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γιάρ‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιάρδα θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

γιάρδα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιάρδα θηλυκό

  1. (ναυτική αργκό) το ναυπηγείο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    Ανάμεσα στους Έλληνες εφοπλιστές που «χτίζουν» πλοία τους στις κινεζικές γιάρδες βρίσκονται οι... (Η Καθημερινή, 9 Σεπτεμβρίου 2009)
  2. (ελληνοαμερικανικά) η αυλή (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    Πωλείται σπίτι με μεγάλη πίσω γιάρδα.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία