υάρδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υάρδα | οι | υάρδες |
γενική | της | υάρδας | των | υαρδών |
αιτιατική | την | υάρδα | τις | υάρδες |
κλητική | υάρδα | υάρδες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυάρδα θηλυκό
- (παρωχημένο) μονάδα μήκους ίση με 0.9144 μέτρα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υάρδα
→ δείτε τη λέξη γιάρδα |