πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναυπηγείο τα ναυπηγεία
      γενική του ναυπηγείου των ναυπηγείων
    αιτιατική το ναυπηγείο τα ναυπηγεία
     κλητική ναυπηγείο ναυπηγεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ναυπηγείο ουδέτερο

  • (ναυπηγικός όρος): ειδικά διαμορφωμένος και εξοπλισμένος με τεχνικές εγκαταστάσεις χώρος, όπου κατασκευάζονται, εξοπλίζονται, επισκευάζονται και καθελκύονται πλοία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία