ναυπηγείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ναυπηγείο < (ελληνιστική κοινή) ναυπηγεῖον < ναυπηγέω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /naf.piˈʝi.o/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ναυπηγείο ουδέτερο
- (ναυπηγικός όρος): ειδικά διαμορφωμένος και εξοπλισμένος με τεχνικές εγκαταστάσεις χώρος, όπου κατασκευάζονται, εξοπλίζονται, επισκευάζονται και καθελκύονται πλοία
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ναυπηγείο